- Παράμερο
- Oρεινός οικισμός (υψόμ. 1.000 μ.) του νομού Tρικάλων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράμερος — (I) η, ο αυτός που βρίσκεται κατά μέρος, απομονωμένος, απόμερος («τραβιέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίρρ. παράμερα]. (II) ον, Α (δωρ. τ.) βλ. παρήμερος … Dictionary of Greek
παράμερος — η, ο αυτός που βρίσκεται παράμερα, απομονωμένος, απόκεντρος: Το σπίτι μας βρίσκεται σε παράμερο και ήσυχο δρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)